ἐναπερείδομαι

ἐναπερείδομαι
V 0-0-0-0-1=1 2 Mc 9,4
M: to vent upon; neol.

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εναπερείδω — ἐναπερείδω (Α) Ι. ενεργ. 1. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο 2. θέτω τη σφραγίδα μου, αφήνω τα ίχνη μου ΙΙ. μέσ. ἐναπερείδομαι 1. στερεώνω, μπήγω 2. βρίσκω έρεισμα, στήριγμα, ακουμπώ κάπου 3. προσηλώνω την προσοχή μου κάπου 4. παλεύω εναντίον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”